προσαιτῶ — προσαιτέω ask besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσαιτέω ask besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσαιτέω ask besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσαιτέω ask besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… … Dictionary of Greek
προσαίτης — ὁ, και κατά το λεξ. Σούδα τ. θηλ. προσαῑτις, αίτιδος, Α [προσαιτῶ] επαίτης, ζητιάνος … Dictionary of Greek
προσαίτησις — ήσεως, ἡ, Α [προσαιτῶ] η επαιτεία, το ζητιάνεμα … Dictionary of Greek
προσαιτητής — ὁ, θηλ. προσαιτήτρια, Α [προσαιτῶ] προσαίτης*, επαίτης, ζήτουλας … Dictionary of Greek
προσαιτητικός — ή, όν, Α [προσαιτῶ] πολύ απαιτητικός, ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek