προσαιτώ

προσαιτώ
-έω, ΜΑ [αἰτῶ]
ζητώ με παρακλήσεις ελεημοσύνη από κάποιον, ζητιανεύω
αρχ.
1. ζητώ, απαιτώ κάτι επιπροσθέτως
2. έχω επί πλέον ανάγκη από κάτι για κάποιο σκοπό («εἰ μὴ πλείονας ἀνθρώπους ἢ ὅσους αὐτὰ τὰ ἔργα προσαιτοίη κατ' ἐνιαυτὸν ἐμβάλοιμεν», Ξεν.)
3. ζητώ μικρή ποσότητα από κάτι
4. ζητώ κάτι με επιμονή, γίνομαι φορτικός, ενοχλητικός («κακεῑνος μὲν ἧν χωλός, προσαιτῶν, στωμύλος», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσαιτῶ — προσαιτέω ask besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσαιτέω ask besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσαιτέω ask besides pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσαιτέω ask besides pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

  • προσαίτης — ὁ, και κατά το λεξ. Σούδα τ. θηλ. προσαῑτις, αίτιδος, Α [προσαιτῶ] επαίτης, ζητιάνος …   Dictionary of Greek

  • προσαίτησις — ήσεως, ἡ, Α [προσαιτῶ] η επαιτεία, το ζητιάνεμα …   Dictionary of Greek

  • προσαιτητής — ὁ, θηλ. προσαιτήτρια, Α [προσαιτῶ] προσαίτης*, επαίτης, ζήτουλας …   Dictionary of Greek

  • προσαιτητικός — ή, όν, Α [προσαιτῶ] πολύ απαιτητικός, ενοχλητικός, φορτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”